- λύπημα
- -ήματος και -ημάτου, το (Α λύπημα, -ήματος) [λυπώ]1. λύπη, θλίψη, πόνος («πολλά δὲ καὶ τῶν δειλοτάτων καὶ ἀσθενεστάτων λυπήμασί τε καὶ φόβοις καὶ ἐκταράττεται καὶ παροξύνεται», Δίων Κάσσ.)2. αντικείμενο λύπης (α. «λυπήσου, λυπήσου, έγινα τού λυπημάτου» — λέγεται για όσους δυστυχούν εξαιτίας τής υπερβολικής καλοσύνης τους, παροιμ.β. «ᾗ δ' ἔχω, φίλαι, λυτήριον λύπημα, τῇ δ' ὑμῑν φράσω», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.